καταιτιώμαι — (Α καταιτιῶμαι, άομαι) κατηγορώ κάποιον υπερβολικά, νομίζω κάποιον πλήρως υπεύθυνο αρχ. φέρνω κάτι ως κατηγορία εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰτιῶμαι «κατηγορώ» (< αἰτία)] … Dictionary of Greek
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
ακαταιτίατος — ἀκαταιτίατος, ον (Α) [καταιτιῶμαι] εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος … Dictionary of Greek
καταιτίασις — καταιτίασις, ἡ (Α) [καταιτιώμαι] η κατηγορία … Dictionary of Greek
καταιτιασμός — καταιτιασμός, ὁ (Α) [καταιτιώμαι] η κατηγορία … Dictionary of Greek
προκαταιτιώμαι — άομαι, Α αιτιώμαι, κατηγορώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταιτιῶμαι «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek
συγκαταιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορούμαι μαζί με κάποιον, είμαι συγκατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταιτιῶμαι «κατηγορώ»] … Dictionary of Greek